- σύγκολλος
- -ον, Α1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλασύμφωνα με κάτι άλλο.επίρρ...συγκόλλως Α1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» — συμφωνώ, συναινώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. πρόσ-κολλος].
Dictionary of Greek. 2013.